κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
θέρμητρον, τὸ (Α)το θερμηρόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγητρον, σάρωτρον κ.ά.)].