θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) πηγαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η προέλευση του ρηματ. επιθ. ἰτητέον «πρέπει να πάει» και προέρχεται πιθ. από τον τ. ἴτης και κατάλ. -τάω (πρβλ. οπ-τάω, -ώ)].