καλοκαρδίζω
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
Greek Monolingual
(Μ καλοκαρδίζω) καλόκαρδος
1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο
2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, -η, -ο(ν)
χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος
νεοελλ.
(με ειρωνική διάθ. για δυσάρεστα συμβάντα) κακοκαρδίζω («ἔμαθα τα μαντάτα πρωί-πρωί και καλοκάρδισα»).