καλαμινθίνη

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Zopyr. ap. Orib.14.62.1 codd.

Greek Monolingual

καλαμινθίνη, ἡ (Α)
άλλη ονομασία του αρωματικού φυτού καλαμίνθη, καλαμίθρα.