γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
καθαροπώλης, ὁ (Α)αρτοποιός που πουλάει καθαρό, λευκό άρτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ετοιμο-πώλης, παντο-πώλης.