Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ενδόκαρπος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που καρποφορεί εσωτερικά
2. το ουδ. ως ουσ. τα ενδόκαρπα
τα κνιδόζωα τών οποίων τα γεννητικά προϊόντα παράγονται από το ενδόδερμα.