ἐγκέλευστος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A urged on, ὑπό τινος X.An. 1.3.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέλευστος: -ον, ἐγκελευσθείς, διαταχθείς, «βαλμένος», Ξεν. Ἀν. 1. 3, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a reçu un ordre, ordonné.
Étymologie: ἐγκελεύω.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἐκκ- Synes.Ep.73 (p.132)
1 animado, apremiado, instigado de pers. ἀνίσταντο ... ὑπ' ἐκείνου ἐγκέλευστοι X.An.1.3.13, ὑπὸ Κύρου X.Cyr.5.5.39, cf. D.H.4.12, κατήγορος Synes.l.c.
2 dirigido θρῆνος ἐ. I.BI 2.6.

Greek Monolingual

ἐγκέλευστος, -ον (Α)
εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός.