εγκάθετος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐγκάθετος, -ον)
αυτός που επίτηδες τοποθετήθηκε κάπου για να χρησιμοποιηθεί στην κατάλληλη στιγμή, βαλτός
αρχ.
θετός γιος.