Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ἡλιάζομαι (Α) Ηλιαίαείμαι μέλος του δικαστηρίου της Ηλιαίας, είμαι ηλιαστής.