ηλιάζομαι

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ἡλιάζομαι (Α) Ηλιαία
είμαι μέλος του δικαστηρίου της Ηλιαίας, είμαι ηλιαστής.