δοριλύμαντος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A destroyed by the spear, A.Fr.131.2 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῐλύμαντος: [ῡ], -ον, διὰ τοῦ δόρατος καταστραφείς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128.
Spanish (DGE)
(δορῐλύμαντος) -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
que aflige con la lanza δοριλύμαντοι Δαναῶν μόχθοι penalidades de guerra que afligen a los dánaos A.Fr.131.2.
Greek Monolingual
δοριλύμαντος, -ον (Α)
αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο.