Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οῦ, ὁ,
A horn-blower, = Lat. cornicen, Gloss.
καμπυλοσαλπιστής, ὁ (Α)(γλώσσα) αυτός που φυσά το κέρας, αυτός που παίζει τον φρύγιο αυλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + σαλπιστής (< σαλπίζω)].