κάρτερ

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

το
τεχνολ. μεταλλικό ή πλαστικό περίβλημα που χρησιμεύει για τη στεγανωτική προστασία ενός ή περισσότερων κινούμενων μηχανικών οργάνων και ως δεξαμενή λιπαντικού ελαίου, η ελαιοπυξίδα ή ελαιοδεξαμενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. του Άγγλου εφευρέτη J. Η. Carter].