καρκινώ
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
καρκινῶ, -όω (Α)
καρκίνος
1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)
2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)
3. παθ. καρκινῶμαι, -όομαι
4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι
β) (για το σιτάρι) αποκτώ ρίζες και σκληρύνομαι («καρκινοῡται
ὅταν ριζοῡται ὁ σῑτος καὶ σκληρύνεται», Ησύχ.) γ) πάσχω από καρκίνο
δ) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, εξαλλάσσομαι σε καρκίνο.