καπνικός

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source

German (Pape)

[Seite 1323] von Rauch, rauchig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καπνικός: -ή, -όν, προφυλακτικὸς καπνοῦ, καὶ ῥῖψις... καπνικοῦ καλύματος τοῦ περὶ τὴν κεφαλὴν Εὐστ. Πονημάτ. 279. 85· τὸ καπνικόν, φόρος τῶν καπνοδόχων, Θεοφάν. 756, 6 (τὴν λειτουργίαν ἣν παρεῖχεν ὑπέρ καπνοῦ, Μαλάλ. 246, 17).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ καπνικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνό ή αυτός που προέρχεται από καπνό («καπνικό ζήτημα»)
μσν.
(στο Βυζάντιο) το ουδ. ως ουσ. τὸ καπνικόν
ο φόρος του καπνού.