κανάτα
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
η (Μ κανάτα)
πήλινο, γυάλινο, ξύλινο ή από μέταλλο ή πορσελάνη δοχείο για νερό ή κρασί, με μία συν., ή και δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < μσν. λατ. cannata < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].