κατάβαθα
From LSJ
οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart
οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart
επίρρ.
1. εντελώς στο βάθος, πάρα πολύ βαθιά
2. (το ουδ. πληθ. με άρθρο ως ουσ.) τα κατάβαθα
τα έγκατα, τα βάθη, τα μύχια, (α. «στα κατάβαθα της γης» β. «μέ συγκίνησε ώς τα κατάβαθα της ψυχής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βαθα (< βαθύς), πρβλ. εσώ-βαθα, τρίσ-βαθα].