κατακροτώ
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
κατακροτῶ, -έω (Α)
1. χτυπώ δυνατά («πόδεσσι σφύρᾳ κατακροτεῑν», Ευστ.)
2. επευφημώ
3. στρέφομαι εναντίον κάποιου, επιπλήττω.