κατακροτώ

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source

Greek Monolingual

κατακροτῶ, -έω (Α)
1. χτυπώ δυνατά («πόδεσσι σφύρᾳ κατακροτεῖν», Ευστ.)
2. επευφημώ
3. στρέφομαι εναντίον κάποιου, επιπλήττω.