θειαστικός

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειαστικός Medium diacritics: θειαστικός Low diacritics: θειαστικός Capitals: ΘΕΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theiastikós Transliteration B: theiastikos Transliteration C: theiastikos Beta Code: qeiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like one inspired. Adv. -κῶς Poll.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

θειαστικός: -ή, -όν, ὥς τις θεόπνευστος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Α΄. 16.

Greek Monolingual

θειαστικός, -ή, -όν (Α) θειαστής
αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν θεόπνευστος.
επίρρ...
θειαστικώς
με θεόπνευστο τρόπο.