εἰκονομάχος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
German (Pape)
[Seite 727] gegen die Bilder streitend, Bilderstürmer, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκονομάχος: -ον, πολέμιος τῶν ἁγίων εἰκόνων, Δαμασκ. ΙΙ. 328Β.
Greek Monolingual
ο (AM εἰκονομάχος)
1. ο εχθρός τών εικόνων, αυτός που επιδιώκει την απομάκρυνσή τους από τους ναούς
2. οπαδός της εικονομαχίας.