ἡμίανδρος, ό (AM)αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άν-ανδρος, φίλ-ανδρος].