Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δρομέας

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

ο (AM δρομεύς)
1. αυτός που τρέχει γρήγορα
2. αθλητής που αγωνίζεται στον δρόμο
νεοελλ.
οι δρομείς
υφομοταξία πτηνών που περιλαμβάνει τις στρουθοκαμήλους, το εμού κ.α. που δεν μπορούν να πετάξουν αλλά τρέχουν ταχύτατα
αρχ.
1. (στην Κρήτη) έφηβος
2. άλογο του ιπποδρόμου.