ευρύκολπος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
εὐρύκολπος, -ον (Α)
φρ. «εὐρύκολπος χθών» — ευρύχωρη γη, πολύ μεγάλη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κόλπος.