ευρύκολπος
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
εὐρύκολπος, -ον (Α)
φρ. «εὐρύκολπος χθών» — ευρύχωρη γη, πολύ μεγάλη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κόλπος.