-ή, -ό (Α ἀνιαρός, -ά, -όν) ανίααυτός που προκαλεί ανίανεοελλ.πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστοςαρχ.1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός2. (για ζώα) βλαβερός3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος.