ανιαρός

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνιαρός, -ά, -όν) ανία
αυτός που προκαλεί ανία
νεοελλ.
πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος
αρχ.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός
2. (για ζώα) βλαβερός
3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος.