παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
κλῳομάστιξ, -ιγος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. του κλοιός + -μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικο-μάστιξ, ρητορο-μάστιξ.