κλωομάστιξ

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

κλῳομάστιξ, -ιγος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. του κλοιός + -μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικομάστιξ, ρητορομάστιξ.