Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
οῦ;
adj. m.
Celte ; οἱ Κελτοί les Celtes.
Κελτός, -ή και Κελτίς, -όν (Α)
(το αρσ. στον πληθ.) οἱ Κελτοί
βλ. Κέλτες.