κνίκος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
ο
(Α κνίκος και κνῑκος, η)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει μόνον το είδος Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή καρδοσάντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆκος].