κληρονομικότητα

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα ή το γνώρισμα του κληρονομικού
2. βιολ. η μεταβίβαση τών φυσικών και διανοητικών χαρακτηριστικών από τους γονείς στους απογόνους μέσω βασικών μονάδων που καλούνται γονίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρονομικός. Η λ., στον λόγιο τ. κληρονομικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].