κληρονομικός

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρονομικός Medium diacritics: κληρονομικός Low diacritics: κληρονομικός Capitals: ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: klēronomikós Transliteration B: klēronomikos Transliteration C: klironomikos Beta Code: klhronomiko/s

English (LSJ)

κληρονομική, κληρονομικόν, connected with inheritance, δίκαιον PFlor.61.20 (i A.D.), etc.; δίκαια Asp.in EN77.14; δικαστήρια OGI482 (i A.D.); hereditary, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1451] ή, όν, die Erbschaft betreffend, erbschaftlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονομικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ κληρονομίαν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κληρονομικός, -ή, -όν) κληρονόμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κληρονομία ή στον κληρονόμο («κληρονομικό δικαίωμα»)
2. αυτός που προέρχεται από κληρονομία («το σπίτι τους στην εξοχή είναι κληρονομικό»)
νεοελλ.
1. (για σωματικές ή ψυχικές ιδιότητες) αυτός που μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά ή, γενικά, από τους προγόνους στους απογόνους («κληρονομικό ελάττωμα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κληρονομικά
διαφορές μεταξύ κληρονόμων, δικαστικοί αγώνες σχετικοί με την κληρονομιά
3. φρ. (αστ. δίκ.) α) «κληρονομική διαδοχή» — η διαδοχή που επέρχεται με τον θάνατο ενός προσώπου στο σύνολο τών έννομων σχέσεων του προσώπου αυτού οι οποίες μεταβιβάζονται ως ενιαία ομάδα σε ένα ή περισσότερα επιζώντα πρόσωπα
β) «Κληρονομικό Δίκαιο» — το σύνολο τών συστηματικά συγκροτημένων διατάξεων του Αστικού Δικαίου με τις οποίες ρυθμίζεται η λόγω θανάτου μεταβίβαση περιουσίας από πρόσωπο σε πρόσωπο
επίρρ...
κληρονομικώς και -α
1. με κληρονομικό τρόπο, με τους νόμους της κληρονομικότητας
2. από κληρονομική άποψη.

Translations

hereditary

Armenian: ժառանգական; Asturian: hereditariu; Belarusian: спадчынны, спадкавы; Bulgarian: наследствен; Catalan: hereditari; Chinese Mandarin: 遺傳的, 遗传的, 遺留的, 遗留的; Czech: dědičný; Danish: arvelig; Dutch: erfelijk; Finnish: perintö-, perintönä saatu; Georgian: სამემკვიდრეო; German: erblich; Greek: κληρονομικός; Ancient Greek: ἐγγενικός, κατὰ γένος, κληρονομικός, παραδόσιμος, παραδόχιμος, πατρικός, πάτριος, πατρῷος, συγγενικός; Hindi: ख़ानदानी, आनुवंशिक, वंशागत, पुश्तैनी, मौरूसी, वंशानुक्रमिक; Ido: heredala; Italian: ereditario; Luxembourgish: ierflech; Macedonian: наследен; Norwegian Bokmål: arvelig; Polish: dziedziczny; Portuguese: hereditário; Romanian: ereditar; Russian: наследственный; Serbo-Croatian Cyrillic: наследан, насљедан; Roman: následan, násljedan; Sicilian: riditaru; Slovak: zdedený, dedený, dedičný; Slovene: deden; Spanish: heredado, hereditario; Swedish: ärftlig; Tagalog: manahin; Ukrainian: спадковий, спадкоє́мний; Welsh: etifeddol