Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηπαίος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-αία, -ο (ΑΜ κηπαῑος, -αία, -ον) κήπος
αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. κηπαία (ενν. θύρα)
η πόρτα του κήπου
αρχ.
1. όμοιος με κήπο («κηπαῑοι παράδεισοι», Κλέαρχ.)
2. το θηλ. ως ουσ. κηπαία είδος φυτού
3. παροιμ. «ταῑς κηπαίαις θύραις» — κρυφά, λαθραία.