κλαψιάρης
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
-άρα, -άρικο κλάψα
1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό»)
2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
-άρα, -άρικο κλάψα
1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό»)
2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης.