τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
κεφαλαργῶ, -έω (Α)(μτγντ. αντί κεφαλαλγώ) προξενώ πονοκέφαλο σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον («κεφαλαργεῑἐνοχλεῑ λαλῶν», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαργῶ, με ανομοίωση].