κενοδοξώ
Greek Monolingual
(Α κενοδοξῶ, -έω) κενόδοξος
νεοελλ.-μσν.
1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ
2. επαίρομαι, μεγαλαυχώ
μσν.
περιφρονώ
αρχ.
έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῡντες», Πολ.).
(Α κενοδοξῶ, -έω) κενόδοξος
νεοελλ.-μσν.
1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ
2. επαίρομαι, μεγαλαυχώ
μσν.
περιφρονώ
αρχ.
έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῡντες», Πολ.).