κενόφοβος
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
Greek (Liddell-Scott)
κενόφοβος: -ον, πλήρης κενοῦ φόβου, ὁ ψευδῆ φόβον ἔχων, ὁ μάταια φοβούμενος, Φαβωρῖν, ἐν λέξ. ψοφοδεής.
Greek Monolingual
κενόφοβος, -ον (Α)
αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο γεμάτος αδικαιολόγητο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ονειρό-φοβος, πολύ-φοβος].