ασύνδετος
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύνδετος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει συνδεθεί
2. σχήμα λόγου κατά το οποίο λέξεις ή έννοιες παρατάσσονται χωρίς να συνδέονται με συνδετικά μόρια ή διαζευκτικούς συνδέσμους
νεοελλ.
αυτός του οποίου έχει διακοπεί η επικοινωνία με άλλους
αρχ.
ανεξάρτητος, αυτοτελής.