κουβαρντάς

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο
1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος
2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda].