κουβαρντάς
Greek Monolingual
και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο
1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος
2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda].
και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο
1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος
2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda].