κουβαρντάς
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
κουβαρντάς και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο
1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος
2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda].
Translations
generous
Aghwan: 𐕣𐕒𐕡𐔾𐕐𐔰𐔳; Arabic: كَرِيم; Egyptian Arabic: كريم; Armenian: շռայլ; Azerbaijani: əliaçıq, səxavətli, comərd; Bashkir: йомарт; Basque: eskuzabal, emankor; Belarusian: шчодры; Bulgarian: щедър; Catalan: generós; Chinese Mandarin: 慷慨, 大方, 寬宏大量, 宽宏大量, 寬厚, 宽厚; Czech: štědrý; Danish: generøs; Dutch: gul, genereus, vrijgevig, scheutig; Esperanto: malavara, sindona, donacema, grandanima, oferema; Finnish: antelias; French: généreux; Galician: xeneroso; Georgian: გულუხვი, სულგრძელი; German: großzügig, generös; Greek: ανοιχτοχέρης, απλοχέρης, απλόχερος, αρχοντάνθρωπος, αφεντάνθρωπος, γαλάντες, γαλάντης, γαλαντόμος, γενναιόδωρος, γκαλάντης, δοτικός, κιμπάρης, κουβαρντάς, μεγαλόδωρος, πολύδωρος, χουβαρδάς, χουβαρντάς; Ancient Greek: ἀβάναυσος, ἀγαθόδωρος, ἤσιχερ, ἀσίχηρ, ἀφειδής, ἀφθόνητος, ἄφθονος, γενέρωσος, γεννάδας, δαψιλής, δημοτικός, δοτικός, δυναμικός, δωρηματικός, δωρητικός, δωροδόκος, ἐλευθέριος, ἐλεύθερος, εὐγενής, εὔδωρος, εὐηγενής, εὔθυμος, εὐμετάδοτος, ἠϋγενής, κοινωνατικός, κοινωνικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, νεανικός, πλουσιόχειρ, πλουσιόψυχος, πολύδωρος, φιλάνθρωπος, φιλόδωρος, φιλότιμος; Hebrew: נדיב; Hungarian: nagylelkű, bőkezű, adakozó, nagyvonalú; Ido: jeneroza; Irish: mórchroíoch, gnaíúil; Italian: generoso; Japanese: 気の大きい, 気前の良い, 寛大; Kabuverdianu: roskon; Kazakh: береген; Ladino: sadikero; Latin: munificus, largus; Latvian: dāsns, devīgs; Maori: atawhai, nihowera, ohaoha, marae; Norwegian Bokmål: sjenerøs; Nynorsk: sjenerøs; Persian: بخشنده, راد; Plautdietsch: boarmherzich; Polish: hojny, szczodry; Portuguese: generoso, dadivoso, mão-aberta; Quechua: ruq'a; Romanian: generos, darnic; Russian: щедрый; Sanskrit: राति, मीढ्वस्; Scots: guidwilly; Serbo-Croatian Cyrillic: дарѐжљив, велико̀душан; Roman: darèžljiv, velikòdušan; Sinhalese: ත්යාගශීලි; Slovak: štedrý; Slovene: radodaren, darežljiv; Spanish: generoso, dadivoso, munificente; Swahili: karimu; Swedish: generös; Thai: ใจกว้าง, ใจสปอร์ต, เอื้อเฟื้อ, เผื่อแผ่, เอื้อเฟื้อเผื่อแผ่; Turkish: cömert, eli açık, selek, semih; Ukrainian: щедрий, гойний, щедротний; Vietnamese: rộng lượng, hào phóng; Welsh: hael