κοσκινάς

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ού (Μ κοσκινάς, θηλ. -ού) κόσκινον
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα
νεοελλ.
1. το θηλ. η κοσκινού
η σύζυγος του κοσκινά
2. παροιμ. «βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται γι' αυτούς που κομπάζουν για ασήμαντο λόγο.