Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
ο, θηλ. -ού (Μ κοσκινάς, θηλ. -ού) κόσκινον
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα
νεοελλ.
1. το θηλ. η κοσκινού
η σύζυγος του κοσκινά
2. παροιμ. «βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται γι' αυτούς που κομπάζουν για ασήμαντο λόγο.