Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Full diacritics: κραστίζομαι | Medium diacritics: κραστίζομαι | Low diacritics: κραστίζομαι | Capitals: ΚΡΑΣΤΙΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: krastízomai | Transliteration B: krastizomai | Transliteration C: krastizomai | Beta Code: krasti/zomai |
A consume green fodder, Sophr.166, cf. EM535.23, AB273.
κραστίζομαι: ἀποθετ., τρώγω χλόην, «γρασίδι», Σώφρων παρὰ Σχολ. ἐν Νικ. Θηρ. 861 (ἔνθα κακῶς κρατιζ-), πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 535. 23, Α. Β. 273.
κραστίζομαι (Α) κράστις
τρώγω χλόη, βόσκω.