ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
το (Μ κούτελο και κούτελον)
μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουτέλλι (διαλεκτ. τ.) < κότυλον / κοτύλη «είδος δοχείου». Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η συχνή μεταφορά σημ. από «είδος δοχείου» σε «τμήμα κεφαλιού» (πρβλ. και κουτρούβιν)].