κούτελο

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

το (Μ κούτελο και κούτελον)
μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουτέλλι (διαλεκτ. τ.) < κότυλον / κοτύλη «είδος δοχείου». Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η συχνή μεταφορά σημ. από «είδος δοχείου» σε «τμήμα κεφαλιού» (πρβλ. και κουτρούβιν)].