ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ομικρό δοχείο με στενή οπή στην οποία ρίχνονται χρήματα για αποταμίευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kumbara «όλμος» και «κουμπαράς» (από το σχήμα του)].