κουμπαράς

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ο
μικρό δοχείο με στενή οπή στην οποία ρίχνονται χρήματα για αποταμίευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kumbara «όλμος» και «κουμπαράς» (από το σχήμα του)].