κονκάρδα
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
και κογκάρδα και κοκάρδα, η
1. μικρό διακριτικό σήμα σε καπέλο, σε ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα
2. το εθνόσημο που τοποθετείται πάνω στο πηλήκιο τών στρατιωτικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocarde, θηλ. του cocard < coq «πετεινός»].