κρασοπούλος
Greek Monolingual
και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῡλος)
αυτός που πουλάει κρασί, οινοπώλης, ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασοπώλης, με κώφωση του -ω-].
και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῡλος)
αυτός που πουλάει κρασί, οινοπώλης, ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασοπώλης, με κώφωση του -ω-].