κομπορρημοσύνη
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek Monolingual
η (Μ κομπορρημοσύνη) κομπορρήμων
μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός.