κομπορρημοσύνη

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

η (Μ κομπορρημοσύνη) κομπορρήμων
μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός.

German (Pape)

ἡ, = κομπολογία, Sp.

Translations