παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
κορθύω: κορθύνω, εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60.
seul. prés. Moy. 3ᵉ sg. κορθύεται;amonceler, amasser.Étymologie: κόρθυς.
κορθύω (Α) κόρθυςκορθύνω, υψώνω, κορυφώνω, αυξάνω.