Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
κοτυλίσκη, ἡ (Α)ο κοτυλίσκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδ-ίσκη, φιαλ-ίσκη)].